Ματθαίος Ματθούλα
Παραλλαγές & Υποκοριστικά
Μαθιός, Μάνθος
Ετυμολογία
Από την Εβραϊκή λέξη Mattityahu, που σημαίνει «δώρο του Ιεχωβά (Θεού)».
Εορτασμός
16 Νοεμβρίου († Ματθαίου του Ευαγγελιστού)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,116%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά |
Μάθιου (Matthew) |
Γαλλικά |
Ματιέ (Matthieu) |
Γερμανικά |
Ματέους (Matthäus) |
Ισπανικά |
Ματέο (Mateo) |
Ιταλικά |
Ματέο (Matteo) |
Πορτογαλικά |
Ματέους (Mateus) |
Ρωσικά |
Ματφέι (Matfey) |
Ομόρριζα Ονόματα
Ομόρριζα Επώνυμα
| Μαθιέλλης | Μαθιέλλη |
| Μαθιόπουλος | Μαθιοπούλου |
| Μαθιουδάκης | Μαθιυδάκη |
| Μανθόπουλος | Μανθοπούλου |
| Μάνθος | Μάνθου |
| Ματθαιαδάκης | Ματθαιαδάκη |
| Ματθαιάδης | Ματθαιάδη |
| Ματθαιακάκης | Ματθαιακάκη |
| Ματθαιάκης | Ματθαιάκη |
| Ματθαιάσος | Ματθαιάσου |
| Ματθαιϊδης | Ματθαιίδη |
| Ματθαίλης | Ματθαίλη |
| Ματθαιόπουλος | Ματθαιοπούλου |
| Ματθαίος | Ματθαίου |
| Ματθαίου | Ματθαίου |
| Ματθίας | Ματθία |
| Ματθιόπουλος | Ματθιοπούλου |
| Ματθόπουλος | Ματθοπούλου |
Διασημότητες
- Στινγκ (γ. 1951), καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γκόρντον Μάθιου Σάμνερ, άγγλος τραγουδοποιός. (Police).
- Μάθιου Φίσερ (γ. 1946), άγγλος οργανίστας και συνθέτης των Procol Harum.
- Μάθιου Χένσον (1866-1955), αμερικανός εξερευνητής. Το 1909 εξερεύνησε τον Βόρειο Πόλο μαζί με τον Ρόμπερτ Πίρι.

Αγγλικά
Γαλλικά
Γερμανικά
Ισπανικά
Ιταλικά
Πορτογαλικά
Ρωσικά