Ακάκιος Ακακία
Ετυμολογία
Από τη λέξη ακακία (έλλειψη κακίας, αθωότητα) < α+κακός.
Εορτασμός
28 Ιουλίου († Ακακίου μάρτυρος εν Μιλήτω)
Συχνότητα Εμφάνισης
<0,001%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Γεωργιανά |
Ακάκι (Akaki) |
Πορτογαλικά |
Ακάσιο (Acácio) |
Ομόρριζα Επώνυμα
| Ακάκιος | Ακακίου |
| Ακακιάδης | Ακακιάδου ή Ακακιάδη |
Διασημότητες
- Ακάκιος, έλληνας γιατρός της αρχαιότητας που είχε επινοήσει φάρμακο για την αιμόπτυση.
- Κάχι (Ακάκιος) Καχιασβίλι (γεν. 1969), ολυμπιονίκης της Άρσης Βαρών.

Γεωργιανά
Πορτογαλικά