Μωυσής
Παραλλαγές & Υποκοριστικά
Σάκης
Ετυμολογία
Από την εβραϊκή λέξη mashah, ο σωσμένος από το νερό.
Εορτασμός
4 Σεπτεμβρίου († Προφήτου Μωυσέως του Θεόπτου)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,010%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά |
Μόζες (Moses) |
Αραβικά |
Μούσα (Musa) |
Γερμανικά |
Μόζε(Mose) |
Ισπανικά |
Μοϊζές (Moisés) |
Πορτογαλικά |
Μοϊζές (Moisés) |
Ρωσικά |
Μοϊσί (Moisey) |
Ομόρριζα Επώνυμα
| Μωυσάκης | Μωυσάκη |
| Μωυσάκος | Μωυσάκου |
| Μωυσένκος | Μωυσένκου |
| Μωυσέως | Μωυσέως |
| Μωυσής | Μωυσή |
| Μωυσιάδης | Μωυσιάδου ή Μωυσιάδη |
| Μωυσίδης | Μωυσίδου ή Μωυσίδη |
| Μωυσίεβ | Μωυσίεβ |
| Μωυσιόπουλος | Μωυσιοπούλου |
| Μωυσόγλου | Μωυσόγλου |
| Μωυσόπουλος | Μωυσοπούλου |
| Μωυσσίδης | Μωυσσίδου ή Μωυσσίδη |
Διασημότητες
- Μόζες Μπεν Μάιμον (1135-1204), γνωστός στην Ελλάδα και ως Μωυσής Μαϊμονίδης, εβραίος φιλόσοφος, ραβίνος και γιατρός.
- Μόζες Μέντελσον (1729-1786), γερμανοεβραίος φιλόσοφος, παππούς του συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον.
- Μόζες Μαλόουν (1955), αμερικανός μπασκετμπολίστας, από τα μεγάλα αστέρια του ΝΒΑ.

Αγγλικά
Αραβικά
Γερμανικά
Ισπανικά
Πορτογαλικά
Ρωσικά