Ρωμαίος Ρωμαία
Ετυμολογία
α. Ο κάτοικος της Ρώμης.
β. Ο Έλληνας κατά την Τουρκοκρατία (Ρωμιός).
Συχνότητα Εμφάνισης
0,005%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Ιταλικά |
Ρομέο (Romeo) |
Ομόρριζα Ονόματα
Ρωμανός
Ρώμος
Ρωμύλος, Ρωμυλία
Ομόρριζα Επώνυμα
| Ρωμαΐδης | Ρωμαΐδη ή Ρωμαΐδου |
| Ρωμαίος | Ρωμαίου |

Ιταλικά