Σαμουήλ
Παραλλαγές & Υποκοριστικά
Σάμης
Ετυμολογία
Εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού ονόματος Shemu'el (στο όνομα του Θεού ή ο Θεός άκουσε).
Εορτασμός
20 Αυγούστου († Προφήτου Σαμουήλ)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,001%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά |
Σάμιουελ (Samuel), Σαμ (Sam), Σάμι (Sammie, Sammy) Σαμ (Sam), Σάμι (Sammie, Sammy, Sami), Samantha (ενδεχομένως ο θηλυκός τύπος του Samuel) |
Γαλλικά |
Σαμιέλ (Samuel) |
Ισπανικά |
Σάμουελ (Samuel) |
Ιταλικά |
Σαμουέλε (Samuele) |
Ουγγρικά |
Σάμουελ (Sámuel) |
Πορτογαλικά |
Σάμουελ (Samuel) |
Ρωσικά |
Σαμουήλ (Samuil) |
Φιλανδικά |
Σαμούλι (Samuli) |
Ομόρριζα Ονόματα
Γαβριήλ, Γαβριηλία
Δανιήλ, Δανιηλία
Ιεζεκιήλ
Μισαήλ
Μιχαήλ, Μηχαηλία
Ραφαήλ, Ραφαηλία
Ομόρριζα Επώνυμα
| Σάμης | Σάμη |
| Σάμογλου | Σάμογλου |
| Σαμοΐλης | Σαμοΐλη |
| Σαμουήλ | Σαμουήλ |
| Σαμουηλίδης | Σαμουηλίδου ή Σαμουηλίδη |
| Σαμουϊλίδης | Σαμουϊλίδου ή Σαμουϊλίδη |
Διασημότητες
- Σαμουήλ (?-1014), τσάρος της Βουλγαρίας.
- Σαμουέλ Ετό (1981), καμερουνέζος ποδοσφαιριστής.
- Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (1835-1910), το πραγματικό όνομα του αμερικανού συγγραφέα Μαρκ Τουέιν.
- Σάμιουελ Μορς (1791-1872), αμερικανός εφευρέτης, δημιουργός του τηλέγραφου και των σημάτων Μορς.
- Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989), ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας.
- Σάμιουελ Χάου (1801-1876), αμερικανός φιλέλληνας.
- Σάμιουελ Χάντινγκτον (1927-2008), αμερικανός πολιτικός επιστήμονας.

Αγγλικά
Γαλλικά
Ισπανικά
Ιταλικά
Ουγγρικά
Πορτογαλικά
Ρωσικά
Φιλανδικά