Αμβρόσιος Αμβροσία
Ετυμολογία
Από το επίθετο αμβρόσιος (άφθαρτος, αθάνατος).
Εορτασμός
7 Δεκεμβριου († Αμβροσίου Μεδιολάνων)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,002%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά |
Άμπροζ (Ambrose) |
Γαλλικά |
Αμπρουάζ (Ambroise) |
Ισπανικά |
Αμπρόζιο (Ambrosio) |
Ιταλικά |
Αμπρότζιο (Ambrogio) |
Πορτογαλικά |
Αμπρόζιο (Ambrosio) |
Ομόρριζα Επώνυμα
| Αμβροσιάδης | Αμβροσιάδη ή Αμβροσιάδου |
| Αμβροσιάτος | Αμβροσιάτου |
| Αμβροσίδης | Αμβροσίδη ή Αμβροσίδου |
| Αμβρόσιος | Αμβροσίου |
| Αμβροσίου | Αμβροσίου |

Αγγλικά
Γαλλικά
Ισπανικά
Ιταλικά
Πορτογαλικά