Βαλσάμης  Βαλσαμία

Παραλλαγές & Υποκοριστικά

Βαρσάμης, Βάρσος
Βαλσάμω, Βαλσαμούλα

Ετυμολογία

Βαλσάμης < βάλσαμο < basam (στα εβραϊκά και αραβικά). Κοινή ονομασία του φυτού Υπερικόν το διάτρητον. Γνωστό και ως βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο, είναι φαρμακευτικό βότανο με αντικαταθλιπτική δράση και ισχυρές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.

Συχνότητα Εμφάνισης

0,007%
0,007%

Ομόρριζα Επώνυμα

Βαλσαμάκης Βαλσαμάκη
Βαλσαμάς Βαλσαμά
Βαλσάμης Βαλσάμη
Βαλσαμής Βαλσαμή
Βαλσαμίδης Βαλσαμίδου ή Βαλσαμίδη
Βαλσαμούδης Βαλσαμούδη
Βαλσαμούλης Βαλσαμούλη
Βαρσαμάκης Βαλσαμάκη
Βαρσαμάς Βαρσαμά
Βαρσάμης Βαρσάμη
Βαρσαμής Βαρσαμή
Βαρσαμούδης Βαρσαμούδη
Βαρσαμούλης Βαρσαμούλη
Βαρσαμίδης Βαρσαμίδου ή Βαρσαμίδη
Βάρσος Βάρσου

Ομόρριζα Τοπωνύμια

Άνω και Κάτω Βαλσαμόνερο Ρεθύμνης
Βαλσαμάτα Κεφαλληνίας