Βονιφάτιος
Ετυμολογία
Εξελληνισμένος τύπος του λατινικού ονόματος Bonifatius (Καλόμοιρος) < bonum + fatum.
Εορτασμός
19 Δεκεμβρίου († Βονιφατίου μάρτυρος)
Συχνότητα Εμφάνισης
<0,001%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά |
Μπόναφας (Boniface) |
Γαλλικά |
Μπονιφάς (Boniface) |
Γερμανικά |
Μπόνιφατς (Bonifaz) |
Ισπανικά |
Μπονιφάθιο (Bonifacio) |
Ιταλικά |
Μπονιφάτσο (Bonifacio) |
Πορτογαλικά |
Μπονιφάσιου (Bonifacio) |
Διασημότητες
- Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (1150-1207), από τους ηγέτες της Δ' Σταυροφορίας, που άλωσε το Βυζάντιο.
- Βονιφάτιος Μποναφίν (1800-1893), ιταλός φαρμακοποιός, ο οποίος άνοιξε το πρώτο φαρμακείο στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο.

Αγγλικά
Γαλλικά
Γερμανικά
Ισπανικά
Ιταλικά
Πορτογαλικά