Γεννάδιος
Ετυμολογία
Από τη λέξη γεννάδας (ευγενής, γενναιόδωρος, γενναίος, ανώτερος άνθρωπος) < γέννα. Στην αρχαιότητα η λέξη είχε ειρωνική και σκωπτική χρήση.
Εορτασμός
17 Νοεμβρίου († Αγίου Γενναδίου)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,001%
<0,001%
Άλλες Γλώσσες
Βουλγαρικά |
Γκενάντι (Genadi) |
Λατινικά |
Γκενάντιους (Gennadius) |
Ρουμανικά |
Γκενάντιε (Ghennadie) |
Ρωσικά |
Γκενάντι (Gennadi) |
Ομόρριζα Ονόματα
Αθηνογένης
Αριστογένης
Διογένης, Διογενία
Ερμογένης, Ερμογένη
Ευγένιος, Ευγενία
Ευγενική
Ιφιγένεια
Τρισεύγενη
Ωριγένης
Ομόρριζα Επώνυμα
| Γεννάδης | Γεννάδη |
| Γεννάδιος | Γενναδίου |
| Γενναδόπουλος | Γενναδοπούλου |
| Γενναιόπουλος | Γενναιοπούλου |
| Γενναίος | Γενναίου |
| Γενναράκης | Γενναράκη |
| Γεννάρης | Γεννάρη |
| Γεννατάς | Γεννατά |
| Γεννάτος | Γεννάτου |
| Γεννετίδης | Γεννετίδη ή Γεννετίδου |
| Γεννημάκης | Γεννημάκη |
| Γεννηματάς | Γεννηματά |
| Γεννής | Γεννή |
Διασημότητες
Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο πρώτος μετά την Άλωση.

Βουλγαρικά
Λατινικά
Ρουμανικά
Ρωσικά