Ερωτόκριτος  Ερωτόκριτη

Ετυμολογία

Ερωτο(ς) < έρως  +  -κριτος < κρίνω  =  αυτός που βασανίζεται από έρωτα

Συχνότητα Εμφάνισης

0,006%
<0,001%

Ομόρριζα Ονόματα

Δημόκριτος
Έρως
Ερωφίλη
Θεόκριτος
Κριτόλαος
Κρίτων

Ομόρριζα Επώνυμα

Ερωτοκριτάκης Ερωτοκριτάκη
Ερωτόκριτος Ερωτοκρίτου
Ερωτοκρίτου Ερωτοκρίτου