Κοσμάς Κοσμία
Ετυμολογία
Από τη λέξη κόσμος.
Εορτασμός
1 Ιουλίου, 1 Νοεμβρίου († Κοσμά και Δαμιανού των Αναργύρων)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,137%
0,003%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά |
Κόσμο (Cosmo) |
Γαλλικά |
Κομ (Côme), Κοσμ (Cosme) |
Ιταλικά |
Κόζιμο (Cosimo), Κόσμα (Cosma) Κόζιμα (Cosima) |
Πορτογαλικά |
Κόσμε (Cosme) |
Ρουμανικά |
Κοσμίν (Cosmin) |
Ρωσικά |
Κούζμα (Kuzma) |
Ομόρριζα Επώνυμα
| Κοσμά | Κοσμά |
| Κοσμαδάκης | Κοσμαδάκη |
| Κοσμαδάς | Κοσμαδά |
| Κοσμάδης | Κοσμάδη |
| Κοσμαδόπουλος | Κοσμαδοπούλου |
| Κοσμαδούδης | Κοσμαδούδη |
| Κοσμαΐδης | Κοσμαΐδης |
| Κοσμάκης | Κοσμάκη |
| Κοσμακίδης | Κασμακίδη ή Κοσμακίδου |
| Κοσμάκος | Κοσμάκου |
| Κοσμάογλου | Κοσμάογλου |
| Κοσμάρας | Κοσμάρα |
| Κοσμαρίκας | Κοσμαρίκα |
| Κοσμαρίκος | Κοσμαρίκου |
| Κοσμάς | Κοσμά |
| Κοσμάτος | Κοσμάτου |
| Κοσμέας | Κοσμέα |
| Κοσμίδης | Κοσμίδη ή Κοσμίδου |
| Κοσμόπουλος | Κοσμοπούλου |
Διασημότητες
- Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους. Εκτελέστηκε δι' απαγχονισμού.
- Κοσμάς Μπαρμπάτσης (1792-1887), πυρπολητής της Ελληνικής Επανάστασης.
- Κοσμάς Ξενάκης (1925-1984), ζωγράφος.
- Κοσμάς Πολίτης (1888-1974), λογοτέχνης.

Αγγλικά
Γαλλικά
Ιταλικά
Πορτογαλικά
Ρουμανικά
Ρωσικά