Λαυρέντιος Λαυρεντία
Παραλλαγές & Υποκοριστικά
Λαυρέντης, Λορέντζος
Λαυρεντίνα
Ετυμολογία
Εξελληνισμένος τύπος του ρωμαϊκού ονόματος Laurentius, που σημαίνει τον καταγόμενο από την πόλη Laurentum (laurus=δάφνη).
Εορτασμός
10 Αυγούστου († Ιερομάρτυρος Λαυρεντίου αρχιδιακόνου)
Συχνότητα Εμφάνισης
0,004%
0,003%
Άλλες Γλώσσες
Αγγλικά |
(Λόρενς) Lawrence |
Γαλλικά |
Λοράν (Laurent) |
Γερμανικά |
Λόρεντς (Lorenz) |
Ισπανικά |
Λορένθο (Lorenzo) |
Ιταλικά |
Λορέντζο (Lorenzo) |
Πορτογαλικά |
Λουρένσου (Lourenço) |
Ρωσικά |
Λαβρέντι (Лаврентий) |
Ομόρριζα Επώνυμα
| Λαυρεντιάδης | Λαυρεντιάδου ή Λαυρεντιάδη |
| Λαυρεντίδης | Λαυρεντίδου ή Λαυρεντίδη |
| Λαυρεντίου | Λαυρεντίου |
| Λορέντζος | Λορέντζου |
| Πρελορέντζος | Πρελορέντζου |
Διασημότητες
- Λαυρέντης Διανέλλος (1911-1978), έλληνας ηθοποιός.
- Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, έλληνας επιχειρηματίας.
- Λορέντζος (Λαυρέντιος) Μαβίλης (1860-1912), έλληνας ποιητής.
- Λαυρέντης Μαχαιρίτσας (1956), έλληνας τραγουδοποιός.
- Λαβρέντι Μπέρια (1899-1953), ηγετικό στέλεχος του ΚΚΣΕ και αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας NKVD, προδρόμου της KGB, που έδρασε κατά τη διάρκεια της σταλινικής τρομοκρατίας.
- Λόρενς Ολίβιε (1907-1989), σπουδαίος βρετανός ηθοποιός.
- Λόρενς Φερλινγκέτι (1919), αμερικανός ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς των Μπιτ.

Αγγλικά
Γαλλικά
Γερμανικά
Ισπανικά
Ιταλικά
Πορτογαλικά